Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Το κάλεσμα του εραστή, Χαλίλ Γκιμπράν


Που είσαι αγαπημένη; Μήπως σ' εκείνο το μικρό
παράδεισο, να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;

Ή μήπως στο δωμάτιό σου, όπου ο βωμός
της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ' αυτόν προσφέρεις θυσία την ψυχή και την
καρδιά μου;

Ή ανάμεσα στα βιβλία, γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;
Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;

Είσαι στις καλύβες των φτωχών, παρηγορώντας
τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;
Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού.
Είσαι δυνατότερη απ' τους αιώνες.

Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε, όταν
μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι Άγγελοι του Έρωτα
δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής;

Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε
μ' ενωμένα τα χέρια, σφιχταγκαλιασμένοι
σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;

Θυμάσαι την ώρα που σ' αποχαιρέτησα
και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;
Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση
χειλιών ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ' τη
γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ' ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο
το χώμα.

Εκείνος ο στεναγμός μ' οδήγησε στον πνευματικό
κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε.

Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου κι έλεγες:
"Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα για
γήινους σκοπούς
και χώρια να ζουν ο κόσμος τ' αναγκάζει.
Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα
ενωμένο
μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές.

Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε
εκπρόσωπό της.
υπάκουσέ την, γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει
στον πιστό της
την κούπα της γλύκας της ζωής.
Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά, η αγάπη σου
θα 'ναι η παρηγοριά μου. Κι η θύμησή σου
Αιώνιος Γάμος."

Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ; Είσαι ξύπνια
μέσα στη σιωπή της νύχτας; Ας σου φέρνει
ο καθάριος άνεμος τους χτύπους της καρδιάς μου
κι όλη μου την αγάπη.

Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου;
Η εικόνα δεν είναι πια σωστή,
γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της
στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου.

Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου που
καθρέφτιζαν την ομορφιά σου
και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου.

Που είσαι αγαπημένη; Ακούς το κλάμα μου
πέρα απ' τον ωκεανό; Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου;
Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου;
υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα για να σου φέρει
την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου; υπάρχει
μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους
για να σου φέρει το παράπονό μου;

Που είσαι, όμορφο αστέρι μου; Το σκοτάδι της ζωής
μ' έριξε στην αγκαλιά του. Η θλίψη με νίκησε.
Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό.
Θα 'ρθει και θα με ζωντανέψει!
Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο! Θα με στηρίξει!

Που είσαι, αγαπημένη;
Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!
Και πόσο μικρός εγώ!

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Η ζωντανή νεκρή, Κώστας Ουράνης



Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.


Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.


Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...


Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Θα πεθάνω ένα πένθιμο...,Κώστας Ουράνης


Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.

Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...» 
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».

Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».

Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.