Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Όλα τελειώνουνε στο μαύρο, Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά

 

Ο αγαπημένος ήταν Οκτώβρης με πουλιά
χόρταινε φως τα μάτια μου
τον ήπιε το νερό στο χώμα.
Θέλω να γεννηθώ ξανά για να τον κλάψω.
Όλα τελειώνουνε στο μαύρο...

Πηχτός Οκτώβρης, κατεβάζει σύννεφα πουλιά
και γω κελαηδώ στην ερημιά μαδώντας άνθη.
Το αίμα το δικό μου δεν ξημέρωσε στο φιλί σου.
Όχι δεν μερώνω έτσι, δεν υπάρχω...

Αισθηση θερισμένη με τον αέρα
εκείνον τον βέβαιο Οκτώβρη
που πήρε τη θάλασσα μαζί του...
Μην αγριεύεις πάλι αγαπημένε
σ' αυτό το στερνό καλοκαίρι
που ο χωρισμός κι η αλλαγή
δεν κοστίζουν τίποτα.
Ήσουν ο διάδοχος του Ήλιου
εσύ ο καινούργιος
με ξάφνιασες με τη μέθοδο
της πλημμύρας
πόσο στέγνωσαν όλα ξανά
η ίδια ξύλινη γεύση.
Αλλά το άδειο είναι γεμάτο θεούς...

Έχω αντοχή
φτάνει να πεις "μαζί"...

-Αγρυπνείτε λοιπόν, μην ξυπνήσω
Μόνο εδώ υπάρχω, μόνο μ' αυτόν υπάρχω.

Μακριά από τους πίδακες των ματιών σου
μακριά από το μαντείο του στήθους σου
φεύγω με τα κοπάδια τα παιδιά
που δίνουνε τον εαυτό τους μ' ένα σύνθημα.
Άθροισες σε μια νύχτα τη ζωή μου
γέμισες τ' άδειο κρεβάτι με σπασμούς
με βεγγαλικά την ερημιά της κάμαρας.
Δεν έμαθες τι χρειάζεται για να επιπλέεις,
την επίσημη γλώσσα, τα ψέματα,
και με τον πάταγο των δακρυγόνων εξαφανίστηκες
μέσα στην αυγή με τα μονοξείδια.
Κυκλωμένη από τις κοινές κραυγές
άνοιξα το παράθυρο φώναξα:
-Έχει ο καιρός γυρίσματα.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Αλλά τα βράδια, Παπακωνσταντίνου-Λειβαδίτης

Μαρία Νεφέλη, Οδυσσέας Ελύτης

Το μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης





Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

Ερωτικά ΙV, Κώστας Ουράνης




Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τὴ ζωή σου
ᾖρθα σὰν ἥλιος νὰ φωτίσω:
τὸ φῶς στὰ μάτια μου
ποὺ λάμπει δικό σου
-καὶ σ᾿τὸ στέλνω πίσω!

Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα.

Κι ἂν ἀπ᾿ τὰ βάθη ἑνὸς ληθάργου
βγῆκα, σ᾿ ἐσένα τὸ χρωστάω,
σ᾿ ἐσένα τοὺς χυμοὺς ποὺ νοιώθω,
τὴ νέα γλῶσσα ποὺ μιλάω!

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Απ' τες εννιά, Κ.Π Καβάφης




Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα

απ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ  τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή τι τολμηρή ηδονή!
Κ'; επίσης μ'; έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ'; έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Το κάλεσμα του εραστή, Χαλίλ Γκιμπράν


Που είσαι αγαπημένη; Μήπως σ' εκείνο το μικρό
παράδεισο, να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;

Ή μήπως στο δωμάτιό σου, όπου ο βωμός
της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ' αυτόν προσφέρεις θυσία την ψυχή και την
καρδιά μου;

Ή ανάμεσα στα βιβλία, γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;
Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;

Είσαι στις καλύβες των φτωχών, παρηγορώντας
τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;
Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού.
Είσαι δυνατότερη απ' τους αιώνες.

Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε, όταν
μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι Άγγελοι του Έρωτα
δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής;

Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε
μ' ενωμένα τα χέρια, σφιχταγκαλιασμένοι
σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;

Θυμάσαι την ώρα που σ' αποχαιρέτησα
και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;
Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση
χειλιών ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ' τη
γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ' ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο
το χώμα.

Εκείνος ο στεναγμός μ' οδήγησε στον πνευματικό
κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε.

Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου κι έλεγες:
"Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα για
γήινους σκοπούς
και χώρια να ζουν ο κόσμος τ' αναγκάζει.
Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα
ενωμένο
μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές.

Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε
εκπρόσωπό της.
υπάκουσέ την, γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει
στον πιστό της
την κούπα της γλύκας της ζωής.
Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά, η αγάπη σου
θα 'ναι η παρηγοριά μου. Κι η θύμησή σου
Αιώνιος Γάμος."

Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ; Είσαι ξύπνια
μέσα στη σιωπή της νύχτας; Ας σου φέρνει
ο καθάριος άνεμος τους χτύπους της καρδιάς μου
κι όλη μου την αγάπη.

Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου;
Η εικόνα δεν είναι πια σωστή,
γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της
στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου.

Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου που
καθρέφτιζαν την ομορφιά σου
και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου.

Που είσαι αγαπημένη; Ακούς το κλάμα μου
πέρα απ' τον ωκεανό; Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου;
Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου;
υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα για να σου φέρει
την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου; υπάρχει
μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους
για να σου φέρει το παράπονό μου;

Που είσαι, όμορφο αστέρι μου; Το σκοτάδι της ζωής
μ' έριξε στην αγκαλιά του. Η θλίψη με νίκησε.
Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό.
Θα 'ρθει και θα με ζωντανέψει!
Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο! Θα με στηρίξει!

Που είσαι, αγαπημένη;
Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!
Και πόσο μικρός εγώ!

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Η ζωντανή νεκρή, Κώστας Ουράνης



Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.


Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.


Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...


Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Θα πεθάνω ένα πένθιμο...,Κώστας Ουράνης


Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.

Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...» 
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».

Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».

Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Η αγαπημένη, Πωλ Ελυάρ



Στέκεται ορθή στα βλέφαρά μου
και τα μαλλιά της μπλέκονται μες στα δικά μου.
Έχει το σχήμα των χεριών μου,
έχει το χρώμα των ματιών μου.
Βυθίζεται μες στη σκιά μου
σα μια πέτρα στον ουρανό.

Έχει τα μάτια της πάντ’ ανοιχτά
και δε μ’ αφήνει σ’ ύπνο να γείρω.
Τα όνειρά της μέσα στο φως
σβήνουν τον ήλιο
με κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώ
και να μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η λίμνη, Αλφόνσος Λαμαρτίνος


Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ' εν' απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδ' οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.

Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ' εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη
κ' εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ' εκείνη
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά,
τ' αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη,
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.

Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο,
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά:

Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.

Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά,
χρόνε μου, πέτα κι' άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.

Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει...
Κανείς δε μ' ακουρμαίνεται... Η νύχτα είναι σκληρή...
Αχνίζουν τ' άστρα, χάνονται... Κρυφά κρυφά προβαίνει,
τ' άσπλαχνο γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας, αυγή...

Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν' όνειρα και πλάνη,
ζωή μας είν' η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κ' οι μαύρες, κ' οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;

Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
απ' την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε... όλα τα τρως εσύ.

Λοιπόν, απ' όσα εχάρηκα, δε θ' απομείνη τρίμμα,
δεν θα ν' αφήσω τίποτε σ' αυτήν τη μαύρη γη!
Απ' το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ' αν πάω κι’ εγώ.

Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής,
εσ' είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ' αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ' αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,

Τ' άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,
όλα να λένε: Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!
 

Άλμπατρος, Σαρλ Μπωντλαίρ



Πολλες φορες οι ναυτικοι, την ωρα που περνανε
πιάνουνε τ'αλμπατρος-πουλια της θαλασσας τρανα-
που ραθυμα, σαν συντροφοι του ταξιδιου, ακλουθανε
το πλοιο που μες στα βαραθρα γλιστραει, τα πικρα.

Μα μολις σκλαβωμενα εκει στην κουπαστη τα δεσουν,

οι βασιλιαδες τ'ουρανου, σκυφτοι κι αχαροι πια,
τ'ασπρα μεγαλα τους φτερα τ'αφηνουνε να πεσουν
και στα πλευρα τους θλιβερα να σερνονται κουπια.

Αυτα που'ναι τοσο ομορφα, τα συννεφα οταν σκιζουν,

πως ειναι τωρα κωμικα κι ασκημα και δειλα!
Αλλοι με πιπες αναφτες τα ραμφη τους κεντριζουν,
κι αλλοι πηδανε σαν κουτσοι, κοροιδευτικα.

Μ'αυτους τους νεφοπριγκηπες κι ο Ποιητης πως μοιαζει!

Δε σκιαζεται τις σαιτιες, τις θυελλες αψηφα.
μα ξενος μες στον κοσμο αυτον που γυρω του χουγιαζει,
σκονταφτει απ'τα γιγαντια του φτερα σαν περπατα. 

 .........στα γαλλικά...........

L'Albatros


Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.



À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.


Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!

Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.

 

Στον αναγνώστη, Σαρλ Μπωντλαίρ


  
Η ανοησια, τ'αμαρτημα, η απληστια κι η πλανη
κυριευουνε τη σκεψη μας και φθειρουν το κορμι μας
κι ευχαριστα τις τυψεις μας θρεφουμε στη ψυχη μας,
καθως που θρεφουν πανω τους τις ψειρες οι ζητιανοι.

Στα μετανιωματα αναντροι κι αμαρτωλοι ως την ακρια

ζηταμε πληρωμη ακριβη για καθε μυστικο μας
και ξαναμπαινουμε ευκολα στον βουρκο τον παλιο μας,
θαρρωντας πως ξεπλενεται με τα δειλα μας δακρυα.

Πανω απ'το προσκεφαλι μας ο Σατανας γερμενος,

παντα στα μαγια του Κακου το νου μας νανουριζει
την πιο ατσαλενια θεληση μεμιας την εξατμιζει,
αυτος ο μεγας χημικος, ο Τετραπερασμενος.

Ο Διαολος, το νημα αυτος κραταει που μας κουναει!

Τα πραματα τα βρομερα πιοτερο τ'αγαπαμε
κι ολο προς τηνν Κολαση καθε στιγμη τραβαμε,
με διχως φρικη, αναμεσα στο σκοτος που βρομαει.

Σα τον φτωχο ξεφαντωτη που πιπιλαει με ζαλη

μιας παλιας πορνης αγκαλια, χιλιοβασανισμενη,
κλεφτατα αρπαζουμε κι εμεις καμια ηδονη θλιμμενη
που τηνε ξεζουμιζουμε σα σαπιο πορτοκαλι.

Σαν ενα εκατομμυριο σκουληκια, μυρμηγκωντας,

μες στο μυαλο μας κραιπαλουν του Δαιμονα τα πληθη,
κι οταν ανασα παιρνουμε, ο Θανατος στα στηθη
σαν αυλος ποταμος κυλαει, σιωπηλα θρηνωντας.

Αν το φαρμακι κι η φωτια κι η βια και το μαχαιρι

δεν εχουνε τα φανταχτα κεντιδια ακομα κανει
στο προστυχο της μοιρας μας και αθλιο καμβοπανι
ειναι που λειπει απ'την ψυχη μας το θαρρος-κι απ'το χερι.

Μα μες στις σκυλες, τους σκορπιους, τα φιδια, τα τσακαλια,

τους πανθηρες, τους πιθηκους, τους γυπες, τα θηρια,
που γρουζουν, σερνονται, αλυχτουν κι ουρλιζουν με μανια
μες στων παθων μας τ'ατιμο κλουβι, προβαινει αγαλια,

θεριο πιο βρωμικο, κακο, την ασκημια να δειξει!

Κι αν δε σαλευει κι ουτε ακουει κανενας το ουρλιαχτο του,
ολη τη γης θα ρημαζε, και στο χασμουρητο του
θα θελε να καταπινε τον κοσμο..αυτο'ναι η Πληξη

που, μ'ενα δακρυ αθελητο στα ματια της, κοιταζεις,

καθως καπνιζει τον ουκα, κρεμαλες να στηλωνει.
Και ξερεις, αναγνωστη, αυτο το τερας πως δαγκωνει!
-Ω αναγνωστη υποκριτη, αδερφι, που μου μοιαζεις!