Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η λίμνη, Αλφόνσος Λαμαρτίνος


Πάντα λοιπόν θα τρέχωμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
θα καταποντιζώμεθα στου τάφου τη νυχτιά,
χωρίς ποτ' εν' απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
ουτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ ένας χρόνος
πόπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη, τρελλή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη, μόνος
στην πέτρα εδ' οπού πάντοτε μας έβλεπες μαζί.

Καθώς και τώρα εμούγκριζες και τότε αγριεμένη
κ' εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
ανήσυχη επαράδερνες στην άκρη θυμωμένη
κ' εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κ' εκείνη
ελάμνανε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου τα νερά,
τ' αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη,
στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυό κουπιά.

Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο
το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά.
Έμειν’ ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο,
και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά:

Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές, μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
τώρα που ζευγαρώσαμε ειν’ όμορφη η ζωή.

Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
θέλουν να φύγουν άμετροι• γι’ αυτούς γοργά-γοργά,
χρόνε μου, πέτα κι' άφησε στου έρωτα τα βρόχια
τα δυό μας να χορτάσωμε τόσο γλυκεία σκλαβιά.

Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει...
Κανείς δε μ' ακουρμαίνεται... Η νύχτα είναι σκληρή...
Αχνίζουν τ' άστρα, χάνονται... Κρυφά κρυφά προβαίνει,
τ' άσπλαχνο γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας, αυγή...

Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα είν' όνειρα και πλάνη,
ζωή μας είν' η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
ας μη ζητούμε ανύπαρκτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πε μου, γιατί να σβηώνται,
σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
καθώς περνούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται
κ' οι μαύρες, κ' οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;

Απ’ τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
απ' την αιωνιότητα, όπου μας πλημμυρεί,
τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
δεν ξεφυτρώνει τίποτε... όλα τα τρως εσύ.

Λοιπόν, απ' όσα εχάρηκα, δε θ' απομείνη τρίμμα,
δεν θα ν' αφήσω τίποτε σ' αυτήν τη μαύρη γη!
Απ' το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
να μη σωθή ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ•
Εσείς, όπου δε σκιάζεσθέ κανείς να σας χαλάση,
ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ' αν πάω κι’ εγώ.

Κι’ όταν σε δέρνη ο σίφουνας, κι όταν βαθειά κοιμάσαι,
ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονής,
εσ' είδες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι
πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονής.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
τ' αφρού σου το μουρμούρισμα, τ’ αντίλαλου η φωνή,
τα δροσερά σου σύγνεφα, τ' αγέρι, η καταχνιά σου,
η βρύση, ο καλαμιώνας σου, το χόρτο, το πουλί,

Τ' άστρο το ασημομέτωπο, η μυρωδιά που χύνει
το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκεία,
ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη,
όλα να λένε: Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!
 

Άλμπατρος, Σαρλ Μπωντλαίρ



Πολλες φορες οι ναυτικοι, την ωρα που περνανε
πιάνουνε τ'αλμπατρος-πουλια της θαλασσας τρανα-
που ραθυμα, σαν συντροφοι του ταξιδιου, ακλουθανε
το πλοιο που μες στα βαραθρα γλιστραει, τα πικρα.

Μα μολις σκλαβωμενα εκει στην κουπαστη τα δεσουν,

οι βασιλιαδες τ'ουρανου, σκυφτοι κι αχαροι πια,
τ'ασπρα μεγαλα τους φτερα τ'αφηνουνε να πεσουν
και στα πλευρα τους θλιβερα να σερνονται κουπια.

Αυτα που'ναι τοσο ομορφα, τα συννεφα οταν σκιζουν,

πως ειναι τωρα κωμικα κι ασκημα και δειλα!
Αλλοι με πιπες αναφτες τα ραμφη τους κεντριζουν,
κι αλλοι πηδανε σαν κουτσοι, κοροιδευτικα.

Μ'αυτους τους νεφοπριγκηπες κι ο Ποιητης πως μοιαζει!

Δε σκιαζεται τις σαιτιες, τις θυελλες αψηφα.
μα ξενος μες στον κοσμο αυτον που γυρω του χουγιαζει,
σκονταφτει απ'τα γιγαντια του φτερα σαν περπατα. 

 .........στα γαλλικά...........

L'Albatros


Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.



À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.


Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!

Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.

 

Στον αναγνώστη, Σαρλ Μπωντλαίρ


  
Η ανοησια, τ'αμαρτημα, η απληστια κι η πλανη
κυριευουνε τη σκεψη μας και φθειρουν το κορμι μας
κι ευχαριστα τις τυψεις μας θρεφουμε στη ψυχη μας,
καθως που θρεφουν πανω τους τις ψειρες οι ζητιανοι.

Στα μετανιωματα αναντροι κι αμαρτωλοι ως την ακρια

ζηταμε πληρωμη ακριβη για καθε μυστικο μας
και ξαναμπαινουμε ευκολα στον βουρκο τον παλιο μας,
θαρρωντας πως ξεπλενεται με τα δειλα μας δακρυα.

Πανω απ'το προσκεφαλι μας ο Σατανας γερμενος,

παντα στα μαγια του Κακου το νου μας νανουριζει
την πιο ατσαλενια θεληση μεμιας την εξατμιζει,
αυτος ο μεγας χημικος, ο Τετραπερασμενος.

Ο Διαολος, το νημα αυτος κραταει που μας κουναει!

Τα πραματα τα βρομερα πιοτερο τ'αγαπαμε
κι ολο προς τηνν Κολαση καθε στιγμη τραβαμε,
με διχως φρικη, αναμεσα στο σκοτος που βρομαει.

Σα τον φτωχο ξεφαντωτη που πιπιλαει με ζαλη

μιας παλιας πορνης αγκαλια, χιλιοβασανισμενη,
κλεφτατα αρπαζουμε κι εμεις καμια ηδονη θλιμμενη
που τηνε ξεζουμιζουμε σα σαπιο πορτοκαλι.

Σαν ενα εκατομμυριο σκουληκια, μυρμηγκωντας,

μες στο μυαλο μας κραιπαλουν του Δαιμονα τα πληθη,
κι οταν ανασα παιρνουμε, ο Θανατος στα στηθη
σαν αυλος ποταμος κυλαει, σιωπηλα θρηνωντας.

Αν το φαρμακι κι η φωτια κι η βια και το μαχαιρι

δεν εχουνε τα φανταχτα κεντιδια ακομα κανει
στο προστυχο της μοιρας μας και αθλιο καμβοπανι
ειναι που λειπει απ'την ψυχη μας το θαρρος-κι απ'το χερι.

Μα μες στις σκυλες, τους σκορπιους, τα φιδια, τα τσακαλια,

τους πανθηρες, τους πιθηκους, τους γυπες, τα θηρια,
που γρουζουν, σερνονται, αλυχτουν κι ουρλιζουν με μανια
μες στων παθων μας τ'ατιμο κλουβι, προβαινει αγαλια,

θεριο πιο βρωμικο, κακο, την ασκημια να δειξει!

Κι αν δε σαλευει κι ουτε ακουει κανενας το ουρλιαχτο του,
ολη τη γης θα ρημαζε, και στο χασμουρητο του
θα θελε να καταπινε τον κοσμο..αυτο'ναι η Πληξη

που, μ'ενα δακρυ αθελητο στα ματια της, κοιταζεις,

καθως καπνιζει τον ουκα, κρεμαλες να στηλωνει.
Και ξερεις, αναγνωστη, αυτο το τερας πως δαγκωνει!
-Ω αναγνωστη υποκριτη, αδερφι, που μου μοιαζεις!




Ce bruit de la mer, Ντενίζ Λεβερτόβ



Αυτό τον ήχο, πάντοτε γύρω μας, της θάλασσας,
το δέντρο ανάμεσα στους πλοκάμους του πάντα τον άκουγε,
και το άλογο βουτά το μαύρο σώμα του στον ήχο
τεντώνοντας το λαιμό σαν να ‘θελε να πιει νερό,
σα να λαχταρούσε ν’ αφήσει τους αμμόλοφους και να γίνει
ένα μυθικό άλογο στην πιο μακρινή απόσταση,
αδελφωμένο με το κοπάδι των αφροπροβάτων
-το δέρας είναι μόνο γα την όραση-
να γίνει στ’ αλήθεια ο γιος αυτών των αλμυρών νερών
και να βοσκάει φύκια στα βαθιά λιβάδια.
Αλλά πρέπει να μάθει να περιμένει, να περιμένει στην ακτή,
τάζοντας τον εαυτό του στα κύματα του πελάγου
-ναι κάποια μέρα-
ελπίζοντας στον βέβαιο θάνατο, χαμηλώνοντας
πάλι το κεφάλι προς το χορτάρι.

Το κομμένο σχοινί, Μπέρτολτ Μπρεχτ



Το κομμένο σχοινί

μπορείς να το ξαναδέσεις

θα κρατήσει πάλι, ωστόσο

θα ‘ναι κομμένο.



Ίσως πάλι ν’ ανταμώσουμε

μα εκεί που μ’ άφησες

δεν πρόκειται ποτέ

να με ξαναβρείς.


Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Σε περιμένω παντού, Τάσος Λειβαδίτης




Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα ,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ' αγαπώ.

Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα. Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων. Σ' όποιο μέρος της γης, σ' όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο... εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!

Ο αιώνιος διάλογος-Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος, Τάσος Λειβαδίτης



Ο αιώνιος διάλογος
 
Κι ο άντρας είπε: πεινώ.
Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.

Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.

Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.

Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.

Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.

Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.

Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.

Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.


Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.


Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος 


Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι. 
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.  

Χιόνιζε. 

Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο. 
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει. 

Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια. 
Ήθελε να ξεχάσει. 
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει. 
Μα ήταν νέα ακόμα.

Τελείωσαν 
Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι κι αποκοιμήθηκε .

Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε. 

Έξω, όλο χιόνιζε.





 

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Μ` αρέσεις άμα σωπαίνεις, Πάμπλο Νερούδα

  



Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.