Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Ce bruit de la mer, Ντενίζ Λεβερτόβ



Αυτό τον ήχο, πάντοτε γύρω μας, της θάλασσας,
το δέντρο ανάμεσα στους πλοκάμους του πάντα τον άκουγε,
και το άλογο βουτά το μαύρο σώμα του στον ήχο
τεντώνοντας το λαιμό σαν να ‘θελε να πιει νερό,
σα να λαχταρούσε ν’ αφήσει τους αμμόλοφους και να γίνει
ένα μυθικό άλογο στην πιο μακρινή απόσταση,
αδελφωμένο με το κοπάδι των αφροπροβάτων
-το δέρας είναι μόνο γα την όραση-
να γίνει στ’ αλήθεια ο γιος αυτών των αλμυρών νερών
και να βοσκάει φύκια στα βαθιά λιβάδια.
Αλλά πρέπει να μάθει να περιμένει, να περιμένει στην ακτή,
τάζοντας τον εαυτό του στα κύματα του πελάγου
-ναι κάποια μέρα-
ελπίζοντας στον βέβαιο θάνατο, χαμηλώνοντας
πάλι το κεφάλι προς το χορτάρι.

Το κομμένο σχοινί, Μπέρτολτ Μπρεχτ



Το κομμένο σχοινί

μπορείς να το ξαναδέσεις

θα κρατήσει πάλι, ωστόσο

θα ‘ναι κομμένο.



Ίσως πάλι ν’ ανταμώσουμε

μα εκεί που μ’ άφησες

δεν πρόκειται ποτέ

να με ξαναβρείς.


Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Σε περιμένω παντού, Τάσος Λειβαδίτης




Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να 'χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία, πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα ,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ' αγαπώ.

Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα. Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων. Σ' όποιο μέρος της γης, σ' όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο... εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!

Ο αιώνιος διάλογος-Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος, Τάσος Λειβαδίτης



Ο αιώνιος διάλογος
 
Κι ο άντρας είπε: πεινώ.
Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.

Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.

Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.

Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.

Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.

Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.

Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.

Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.


Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.


Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος 


Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι. 
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.  

Χιόνιζε. 

Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο. 
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει. 

Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια. 
Ήθελε να ξεχάσει. 
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει. 
Μα ήταν νέα ακόμα.

Τελείωσαν 
Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι κι αποκοιμήθηκε .

Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε. 

Έξω, όλο χιόνιζε.





 

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Μ` αρέσεις άμα σωπαίνεις, Πάμπλο Νερούδα

  



Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

 


Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Αγαπάω, Νίκος Καββαδίας



Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.


Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Νυχτερινό άσυλο, Μπέρτολτ Μπρεχτ




Ακούω πως στη Νέα Υόρκη
στη γωνιά του 26ου δρόμου και του Μπρόντγουεη
ένας άνθρωπος στέκει κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα
και στους άστεγους ,που συνάζονται κει πέρα,
άσυλο για τη νύχτα βρίσκει παρακαλώντας τους διαβάτες.

Μ` αυτό, ο κόσμος δε θ` αλλάξει
οι σχέσεις των ανθρώπων δε θα καλυτερέψουν
η εποχή της εκμετάλλευσης δε θα συντομευτεί.
Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι έχουνε άσυλο για μια νύχτα
δε θα τους δέρνει για μια νύχτα ο άνεμος
το χιόνι που γι αυτούς προοριζόταν στο δρόμο θε να πέσει.


Μην αφήσεις ακόμα το βιβλίο που διαβάζεις, άνθρωπε.

Μερικοί άνθρωποι έχουνε άσυλο για μια νύχτα
δε θα τους δέρνει για μια νύχτα ο άνεμος
το χιόνι που γι αυτούς προοριζόταν στο δρόμο θε να πέσει.
Αλλά μ` αυτό, ο κόσμος δε θ` αλλάξει
οι σχέσεις των ανθρώπων δε θα καλυτερέψουν
η εποχή της εκμετάλλευσης δε θα συντομευτεί.


Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Camille Claudel





Η Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943) ήταν Γαλλίδα γλύπτρια με σημαντικό έργο.

Νεανικά χρόνια

 Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική.  Το 1881 εγκαθίσταται με την μητέρα και τα αδέλφια της στο Παρίσι όπου ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, που αποτελεί μία από τις λιγοστές σχολές όπου γίνονται αποδεκτές και γυναίκες σπουδάστριες.

Η γνωριμία με τον Ροντέν

Το 1882 η Κλοντέλ ενοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να επεξεργαστεί τα έργα της .Τον επόμενο χρόνο καταγράφεται και η πρώτη της γνωριμία με τον Ωγκύστ Ροντέν.Ερωτικές επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την Άνοιξη του 1883, αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. 
Το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Ροντέν με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Παράλληλα εξελίσεται η ταραχώδης ερωτική σχέση τους που εμπλέκεται από το γεγονός της παράλληλης και σταθερής σχέσης του Ροντέν με την σύντροφό του Rose Beuret. Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν επιβεβαιώνονται.
Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών.
Τον Οκτώβριο του 1907  η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη.Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή. φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη.

Εγκλεισμός

Το 1913 σημειώνεται ο θάνατος του πατέρα της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από υποκίνηση του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. τέχνης.
Το 1914 ο Ροντέν αποστέλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της.
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.

Έργο

Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της.

the implorer
the flute player
the waltz

the ages of life

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Γκουστάβ Κλιμτ/Gustav Klimt (1862-1918)




    Γεννήθηκε στη Βιέννη, γιος του Ερνστ Κλιμτ, χρυσοχόου και της 'Αννας. Στα 14 φοιτά  κιόλας στη Σχολή Καλών Τεχνών Βιέννης. 3 χρόνια μετά, λαμβάνει τις πρώτες παραγγελίες με τον αδερφό του Ερνστ και τον Φραντς Φον Ματς. Τελειώνει τη Σχολή το 1883 κι ιδρύει μαζί με τους δυο άλλους, την Κunstlerkompanie (Καλλιτεχνική Εταιρεία ή Εταιρεία Καλλιτεχνών). 3 χρόνια μετά ξεκινά τη διακόσμηση του Θεάτρου Βιέννης και λίγο αργότερα, το Μουσείο Καλλιτεχνικής Ιστορίας.
     Το 1892 πεθαίνουν ο πατέρας κι ο αδερφός του, οπότε η συντήρηση της οικογένειας περνά στα χέρια του. Λίγα χρόνια μετά, δέχεται νέα παραγγελία για το Πανεπιστήμιο Βιέννης. Διακόπτει τη συνεργασία με τον Ματς. Το 1897 εγκαταλείπει την ομάδα του κι ιδρύει μια νέα πρωτοποριακή ένωση καλλιτεχνών, την Sezession και 3 χρόνια μετά, εκθέτει το έργο "Φιλοσοφία", ένα από τους 3 πίνακες που 'χε παραγγείλει το Πανεπιστήμιο κι οι κριτικοί τον κατακεραυνώνουνε. Το 1903, εκθέτει στη Sezession και τους 3 πίνακες της παραγγελίας και πάλι δέχεται αποκαρδιωτικές κριτικές. Στα 2 επόμενα χρόνια, ακυρώνει τη παραγγελία κι επιστρέφει τα χρήματα.
     Το 1910 εκθέτει στη Μπιενάλε της Βενετίας, όπου μάλιστα ολόκληρη αίθουσα του αφιερώνεται. Όμως στις 11 Ιανουαρίου 1918, παθαίνει αποπληξία και σταματά να εργάζεται. Ούτε ένα μήνα μετά, στις 6 Φλεβάρη της ίδιας χρονιάς πεθαίνει. Μόλις 56 ετών.
    
     Ο  ζωγράφος και κυρίαρχη καλλιτεχνική προσωπικότητα του "χρυσό αιώνα" της αυστριακής τέχνης, που έληξε με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξαιρετικά ταλαντούχος, αναλάμβανε παραγγελίες από φοιτήτης . Ήδη στα πρώιμα κιόλας χρόνια φαίνεται να δέχτηκε επιρροές από το μοντέρνο καλλιτεχνικό κίνημα και σύντομα, από υποστηρικτής των παραδοσιακών αξιών θα έχει τα ηνία της πρωτοπορίας.
     
     Η αγάπη του για τις γυναίκες, έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στη τέχνη και στα εξαιρετικά του σχέδια, μ' ερωτικά κυρίως θέματα. Κάπου κάπου θυμότανε και την τοπιογραφία.


the kiss
mermaids
hope

the three ages of women
Danae

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Τι λοιπόν , Γ. Δροσίνης

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ' ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε 
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Όταν κατέβουμε τη σκάλα , Κώστας Καρυωτάκης




Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.

Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Ερωτικό κάλεσμα , Μενέλαος Λουντέμης


Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης

ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις , έλα να τ' ακούσουμε μαζί.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας , Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα)


Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν είμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου έσκυβε και με ρωτούσε.
Τι έχεις αγόρι; Δε μίλαγα.
Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα. Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια. Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου. Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα είταν τόσο όμορφα κίτρινο. Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια. Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα. Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του. Ήπιαμε μια στα δυο. Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου. Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.
Το ξενοδοχείο είταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα. Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω - πόσο σου πήγαιναν.
Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που κοιμήθηκες. Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία. Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Θλίψη , Τάσος Λειβαδίτης





 Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου. Ποιος άγνωστος; Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.
Ω θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.